Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

Η Εύβοια κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους

Με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου της Κατερίνας Παπαδριανού 1715- Το τελευταίο φιλί στ' Ανάπλι και στα όσα ανέφερε η καθηγήτρια του Γενικού Λυκείου Ψαχνών για την περίοδο της Ενετοκρατίας στην Εύβοια, παραθέτουμε τα παρακάτω ιστορικά στοιχεία για την Εύβοια κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους
Η Εύβοια τους μεσαιωνικούς χρόνους:
Το 1082 ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Αλέξιος Κομνηνός είχε δώσει στους Ενετούς ως αντάλλαγμα για τη βοήθειά τους στη ναυμαχία του Δυρραχίου κατά των Νορμανδών και του Ροβέρτου Γυσκάρδου, το προνόμιο του ελεύθερου εμπορίου σε λιμάνια της αυτοκρατορίας, καθώς και στο λιμάνι του Ευρίπου.
Όταν ήταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ο Μανουήλ ο Α' Κομνηνός, ο Δόγης της Βενετίας Βιτάλε Βικέζε κήρυξε τον πόλεμο και εισέβαλε στην αυτοκρατορία με ισχυρό στόλο. Ο βενετσιάνικος στόλος έπλευσε στη Χαλκίδα και την πολιόρκησε. Ο Μανουήλ έχοντας να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο των Τούρκων, προχώρησε σε διαπραγματεύσεις με τους Βενετούς. Όσο κρατούσαν οι διαπραγματεύσεις, μια επιδημία πανούκλας ανάγκασε τους Βενετούς να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν.
Στο στόχο των σταυροφόρων της Δ' Σταυροφορίας, το 1204, μπήκε και η βυζαντινή αυτοκρατορία. Έτσι είχαμε την άλωση της Κωνσταντινούπολης και τη διανομή των βυζαντινών εδαφών στους Ενετούς και στους Φράγκους.
 Η Εύβοια παραχωρήθηκε στο Βονιφάτιο τον Μομφερατικό και στη Βενετία. Στον πρώτο περιήλθε το κεντρικό τμήμα του νησιού και στους Βενετούς, ο Ωρεός και η Κάρυστος. Το 1205, ο Βονιφάτιος παραχώρησε το μερίδιό του ως φέουδο στο Φλαμανδό ακόλουθό του Ιάκωβο ντ' Αβέν. Μόλις πεθαίνει το 1208 ο τελευταίος, ο Βονιφάτιος χώρισε την Εύβοια σε τρία φέουδα, τιμάρια, των Ωρέων, της Χαλκίδας και της Καρύστου. Ο Πεγοράρος ντέι Παγοράρη πήρε τη βόρεια Εύβοια, ο Γυβέρτος την κεντρική Εύβοια και ο Ραβανός Δαλλεκάτσερη τη νότια Εύβοια. Οι τρεις αυτοί φεουδάρχες είχαν το ίδιο διοικητικό κέντρο, τη Χαλκίδα. Στο μεταξύ οι διάφοροι Φράγκοι δυνάστες που είχαν καταλάβει τα ελληνικά εδάφη, άρχισαν τη φαγομάρα για την αλληλοεπικράτηση, χωρίς να υπολογίζουν την επικυριαρχία του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ερρίκου.
Κατά τις συγκρούσεις του αυτοκρατορικού στρατού με τον αυθέντη της Νότιας Εύβοιας Ραβανό Δαλλεκάτσερη, που μετά το θάνατο του φεουδάρχη του κεντρικού τμήματος Γυβέρτου και την παραίτηση από τις εξουσίες του πάνω στο βόρειο τμήμα του Πεγοράρου, ήταν ο απόλυτος κύριος του νησιού, οι Βενετοί πήραν το δικαίωμα της επικυριαρχίας στην Εύβοια, δικαίωμα που θεωρητικά τους είχε παραχωρηθεί από το χρόνο της διανομής του βυζαντινού κράτους, δηλαδή από το 1204. Στα 1209, έρχεται και αναλαμβάνει καθήκοντα στη Χαλκίδα ο πρώτος Βενετός διοικητής, με τον τίτλο βαϊλος, με τον οποίο, η Βενετία εξασκεί την κυριαρχία της.
Στα 1216 πέθανε ο Ραβανός και το νησί χωρίστηκε σε έξι φέουδα. Επακολουθήσανε διαμάχες, αγοραπωλησίες εδαφικών περιοχών της Εύβοιας, οικονομικές συνδιαλλαγές για αγορές φρουρίων, κάστρων και πόλεων, ως τα 1256 που το κάστρο της γέφυρας του
Ευρίπου παραχωρήθηκε στους Βενετσιάνους. Οι άλλοι Φράγκοι πρίγκηπες που δημιούργησαν δικά τους κρατίδια δεν έπαψαν να επιβουλεύονται τη Χαλκίδα. Έτσι ο Φράγκος πρίγκιπας της Αχαϊας χτύπησε το νησί και κυρίευσε τη Χαλκίδα, που ύστερα από αιματηρό αγώνα κατάφεραν να πάρουν πίσω οι Βενετσιάνοι.
Ως τα 1304 η Εύβοια δέχεται τη μια πάνω στην άλλη επιδρομή και επιθέσεις από τους Βυζαντιούς και τους μισθοφόρους, τους Λομβαρδούς και τους Καταλανούς. Στο διάστημα αυτό, ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου παραχώρησε στον περίφημο ιππότη Λικάριο την Εύβοια, το 1280, σαν αντάλλαγμα των νικηφόρων πολεμικών του υπηρεσιών. Στα 1304 η Χαλκίδα γίνεται καθαρά ενετική κτήση και σπουδαίο ναυτικό λιμάνι και ορμητήριο ολόκληρου του βενετσιάνικου στόλου.
Το διάστημα 1304-1398 χαρακτηρίζεται από τις καταστροφικές συγκρούσεις στην Εύβοια μεταξύ των δυτικών. Οι Γενοβέζοι ξανάρχονται στο προσκήνιο και χτυπάνε το νησί. Παρόλο που ο στόλος τους νικήθηκε από τα βενετσιάνικα πλοία στην Κάρυστο το 1342, οι Γενοβέζοι με δέκα μόνο πλοία που μπόρεσαν και περισώσανε, πλησίασαν τη Χαλκίδα και την κατάλαβαν. Ακολουθεί επανακατάληψη της Χαλκίδας από τους Βενετσιάνους. Τα γενοβέζικα πλοία με νέες ενισχύσεις ξαναχτυπάνε και το 1347 μπήκαν στη Χαλκίδα, ενώ συνέχισαν τις επιδρομές τους στα βόρεια παράλια της Εύβοιας, ληστεύοντας και σκοτώνοντας.
Οι Βενετοί, το 1342 αγόρασαν το κάστρο των Αρμένων από τους Φράγκους και το 1365 την Κάρυστο. Η δολοφονία το 1383 του Νικολάου Β' dalle Carceri, δούκα του Αρχιπελάγους και κατόχου των δύο τρίτων της Εύβοιας και ο θάνατος, λίγα χρόνια αργότερα, το 1390, του Γεωργίου Γ' Chisi, τελευταίου Φράγκου φεουδάρχη, έδωσε στους Βενετούς την ευκαιρία που ζητούσε για να επιβάλλει τη νόμιμη κυριαρχία της σε ολόκληρο το νησί.
Το "Βασίλειο του Νεγρεπόντε", όπως ονομάστηκε η Εύβοια, αποτέλεσε στη διάρκεια της βενετοκρατίας, σημαντικό εμπορικό σταθμό, οργανωμένο κατάλληλα από τους Βενετούς για να διευκολύνει τις συναλλαγές των εμπόρων με την κεντρική και νότια Ελλάδα, τις Κυκλάδες και Κρήτη, τη Θεσσαλονίκη και Κωνσταντινούπολη. Αξιόλογο διαμετακομιστικό κέντρο προϊόντων χρησίμευε συγχρόνως και για τη συγκέντρωση και αποθήκευση των υφασμάτων, που εισάγονταν από τη δύση και αποτελούσαν ένα από τα πιο ακριβά είδη της ευρωπαϊκής αγοράς.
Οι κάτοικοί της απολάμβαναν μια σχετική αυτοδιοίκηση και ζούσαν με μια σχετική άνεση, παράλληλα με μια ισχυρή κοινωνική τάξη των ευγενών της Δύσης που άκμαζε.
Οι λατινικές επισκοπές της Εύβοιας (Ευρίπου, Ωρεών, Αυλώνος, Καρύστου) υπάγονταν στο Λατινικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στην Εύβοια συνυπήρχαν δύο χριστιανικοί πληθυσμοί, ο ορθόδοξος και ο καθολικός, οι οποίοι ήταν φυσικό να βρίσκονταν σε αντιπαλότητα. Από το 1314, ο Λατίνος πατριάρχης Κωνσταντινούπολης ορίστηκε να είναι ταυτόχρονα και επίσκοπος του Νεγροπόντε και έτσι θα έπρεπε να διαμένουν πλέον στη Χαλκίδα. Αυτό δεν τηρήθηκε και οι περισσότεροι πατριάρχες προτιμούσαν να μένουν στη δύση, έτσι υπήρχε στη Χαλκίδα τοποτηρητής - αντιπρόσωπός τους, προκειμένου να ασκεί τα πνευματικά και κοσμικά καθήκοντα και κυρίως τη διαχείριση της εκκλησιαστικής
περιουσίας. Ήδη, από το 1261, η Χαλκίδα φιλοξενούσε το Λατινικό Πατριαρχείο, καθώς η Κωνσταντινούπολη είχε επιστρέψει στους Βυζαντινούς.
Η εκκλησιαστική περιουσία στη βενετοκρατούμενη Εύβοια αποατελούνταν από δύο φέουδα, την "villam Prino" και "quoddam castellum Castrum Valla" και από άλλη περιουσία. Το πρώτο φέουδο ίσως πρέπει να ταυτισθεί με τα κτήματα του σημερινού οικισμού Πούρνος και γενικότερα με τα κτήματα της περιοχής της Δίρφης. Το δεύτερο φέουδο πρέπει να είναι τα κτήματα του σημερινού οικισμού Καλημεριάνων, με την παλιότερη ονομασία Καστροβαλάς, "κάστρο των Βαλουά". Τα κτήματα αυτά νοικιαζόντουσαν σε αγρότες και με τα χρήματα καλύπτονταν ανάγκες του Πατριαρχείου.
Από τις αρχές του 14ου αιώνα, ο τουρκικός κίνδυνος άρχισε να διαγράφεται καθαρά, με συνεχείς επιδρομές στα νησιά και τις ακτές της Ελλάδας. Τον 15ο αιώνα, οι Τούρκοι εκμεταλλευόμενοι την κάμψη της ενετικής δύναμης στην Εύβοια, ξανάρχισαν τις λεηλασίες τους.
Στα 1392, ο τουρκικός στόλος χτύπησε τη Χαλκίδα και στα 1415 λεηλάτησε τη βόρεια Εύβοια.
Από το 1445, ξανάρχισαν ισχυρότερες οι τουρκικές επιδρομές στην Εύβοια και στα τέλη του 1446, η κατάσταση έγινε κρισιμότερη, καθώς ο Μουράτ Β' με ισχυρές δυνάμεις πλημμύρισε την Ελλάδα. Ο φόβος πλημμύρισε και την Εύβοια, ενώ η πανούκλα αποδεκάτισε τον πληθυσμό της και το μεγαλύτερο μέρος των μισθοφόρων που είχαν στη φρουρά τους οι Βενετοί. Εκτός από τις ανθρώπινες απώλειες, μηδενίστηκαν και τα έσοδα των Βενετών από τους φόρους, με αποτέλεσμα να σταματήσει η κατασκευή οχυρωματικών έργων που είχαν προγραμματιστεί στη Χαλκίδα και στο υπόλοιπο νησί.
Γύρω στα 1450 έγιναν ισχυροί σεισμοί που καταστρέψανε τα τείχη της Χαλκίδας και χρειάστηκε να έρθει προς βοήθεια από τη Βενετία συνεργείο οικοδόμων για την επισκευή. Η οικοδομική δραστηριότητα έγινε εντονότερη το φθινόπωρο του 1453, όταν η κατάσταση δυσκόλεψε μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από το Μωάμεθ Β'.
Τον Ιούνιο του 1470 μ.Χ. τουρκικός στόλος 300 πλοίων, με 60-70.000 άνδρες εισέπλευσε στο Νότιο Ευβοϊκό και αγκυροβόλησε δίπλα στη σημερινή συνοικία της Χαλκίδας, Βούρκο. Στις 18 Ιουνίου έφθασε ισχυρό τουρκικό στράτευμα με επικεφαλής τον ίδιο το Μωάμεθ τον Πορθητή. Οι υπερασπιστές της Χαλκίδας, αν και μειονεκτούσαν αριθμητικά, απόρριψαν τους όρους παράδοσης του Μωάμεθ. Όσο βρισκόταν σε πολιορκία η Χαλκίδα, τουρκικό ιππικό ξεχύθηκε σε πολλές περιοχές της Εύβοιας, επιδιδόμενο σε λεηλασίες και σφαγές.
Η Χαλκίδα τελικά λύγισε μπροστά στη στενή και ανελέητη πολιορκία των Τούρκων και γνώρισε μια από τις μεγαλύτερες σφαγές της ιστορίας. Με αυτό τον τρόπο έκλεισε η περίοδος της λομβαρδικής και ενετικής κυριαρχίας στη Χαλκίδα αλλά και σε ολόκληρη την Εύβοια.
Μετά την κατάληψη της Χαλκίδας, οι Τούρκοι εύκολα καταλάβανε και το υπόλοιπο νησί. Τις περιοχές της Βόρειας Εύβοιας τις είχανε καταλάβει από τα τέλη Ιουλίου με ένα απόσπασμα ιππικού όσο διαρκούσε η πολιορκία της πόλης. Μετά την κατάληψή της, πήρε και την Κάρυστο, της οποίας ο τελευταίος φρούραρχος Αντόνιο Τζιόρτζι μπόρεσε και ξέφυγε στη
Βενετία. Τελευταία, πήραν οι Τούρκοι τα φρούρια των Βασιλικών, του Αλιβερίου, της Κύμης, της Αιδηψού και των Στυρών.
Η δράση του ιππότη Λικάριου:
Την περίοδο της Ενετοκρατίας και Φραγκοκρατίας στο νησί της Εύβοιας, έδρασε ο θρυλικός ιππότης Λικάριος.
Γεννήθηκε στην Κάρυστο από γονείς Λομβαρδούς από τη Βιτσέντσα της Ιταλίας, που ήρθαν στην Ελλάδα στις αρχές του 13ου αιώνα μ.Χ., κατά την κατάληψη του νησιού από τους Λογγοβάρδους. Κατά άλλη εκδοχή, η μητέρα του ήταν Καρυστινή. Ανατράφηκε στην Κάρυστο και εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα σαν κοινός αυλικός του βαρώνου Γυβέρτου της Βερόνας.
Αν και άσημος και φτωχός, ήταν ευφυής, πονηρός και με μεγάλες φιλοδοξίες στο να καταλάβει θέση ανώτερη από εκείνη που είχε.
Γνωρίστηκε με την ωραία Φελίζα, χήρα του άρχοντα Ναρτζότο, του ανήλικου γιου της οποίας κηδεμόνας ήταν ο Γυβέρτος. Παντρεύτηκαν κρυφά, γιατί περίμεναν την αντίδραση των συγγενών της Φελίζας. Πραγματικά, όταν κοινοποιήθηκε το μυστικό, η αντίδραση των συγγενών ήταν λυσσαλέα. Για να αποφύγει την οργή και την εκδίκησή τους, ο Λικάριος εγκατέλειψε τη Χαλκίδα και ξαναγύρισε στην Κάρυστο. Απομονώθηκε με τη Φελίζα στο φρούριο «Ανεμοπύλες», καταστρώνοντας την εκδίκησή του. Επιδόθηκε στην πειρατεία, που ήταν επικερδής επιχείρηση και του προσέδιδε γόητρο. Με την πάροδο του χρόνου, συνέρευσε γύρω του πλήθος τυχοδιωκτών και ληστών. Εξοπλίζοντας μερικά καράβια, έγινε ο ληστής των γύρω περιοχών, καταστρέφοντας, αρπάζοντας και ερημώνοντας τα πάντα. Έγινε ο μεγαλύτερος πειρατής, η μάστιγα της περιοχής.
Για να εκδικηθεί τους Λομβαρδούς, που του είχαν φερθεί με εξευτελιστικό τρόπο, πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί έγινε δεκτός από τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Η' τον Παλαιολόγο, ο οποίος δέχτηκε τις προτάσεις του. Έτσι, ο Λικάριος τάχθηκε στην υπηρεσία του, αναλαμβάνοντας την απελευθέρωση της Εύβοιας, για λογαριασμό του Βυζαντίου. Αμέσως ενισχύθηκε με στρατό, με εφόδια και με σώμα πολεμοχαρών μισθοφόρων Καταλανών, για να πολεμήσει τους Λομβαρδούς. Ο Μιχαήλ του παραχώρησε και το Βυζαντινό στόλο υπό το ναύαρχο Φιλανθρωπινό για να υποτάξει όλη την Εύβοια, με την υποχρέωση να παραδίδει τα κυριευόμενα κάστρα στους Βυζαντινούς.
Οχύρωσε το φρούριο «Ανεμοπύλες» και έχοντάς το σαν ορμητήριο άρχισε τον κλεφτοπόλεμο με τους Λομβαρδούς. Κυρίευσε τα κάστρα Αρμενα, Ποτήρι, Κούπα, Κλεισούρα, Γούβες και το Εμπορείο των Ωρεών.
Τότε, οι Φράγκοι δυνάστες της Εύβοιας αντιλήφθηκαν ότι ο κίνδυνος ήταν μεγάλος και άρχισαν να συσκέπτονται πως θα αντιδράσουν. Ζήτησαν στη συνέχεια τη βοήθεια του πρίγκιπα της Αχαΐας Βιλλαρδουίνου Β', που με όσο στράτευμα μάζεψε πήγε στην Εύβοια και κατόρθωσε να διώξει τη βυζαντινή φρουρά από τα κάστρα Κούπα και Ποτήρι.
Ο στρατηγός του Καρόλου ντ' Ανζού, Ντρε ντε Μπωμόν με 700 πολεμιστές κατευθύνθηκε στη Βόρεια Εύβοια για να γίνει κύριος του Ωρεού, αλλά στη μάχη μπροστά στα τείχη, έπαθε μεγάλη καταστροφή και με τα λείψανα του στρατού του βρήκε σωτηρία στο φρούριο του Νεγρεπόντε.
Στα 1275, ισχυρή μοίρα του βυζαντινού στόλου υπό το ναύαρχο Φιλανθρωπινό στάλθηκε από το Μιχαήλ Β' Παλαιολόγο κατά των Φράγκων της Εύβοιας, έχοντας ως ορμητήριο τη Δημητριάδα, στον Παγασητικό κόλπο. Μετά την καταστροφή του στόλου των Ενετο-Λομβαρδών στη Δημητριάδα, ο Λικάριος πολιόρκησε το 1276 το φρούριο της Καρύστου κι έγινε κύριός της, έτσι όλη η Καρυστία περιήλθε στη δικαιοδοσία του. Ανακατέλαβε τα κάστρα Κούπα, Άρμενα, Ποτήρι και Κλεισούρα που οχυρώθηκαν με βυζαντινές φρουρές. Για την άλωση του Κοκκινόκαστρου ανταμείφθηκε από τον αυτοκράτορα.
Στη συνέχεια, ο Λικάριος, με τη βοήθεια του βυζαντινού στόλου, κυρίευσε το νησί Σκόπελος, της οποίας το δυνάστη Φίλιππο Γκίζι αιχμαλώτισε και τον έστειλε δέσμιο με αλυσίδες στην Κωνσταντινούπολη. Τον ίδιο χρόνο έγινε κύριος των νησιών Σκιάθου, Αλοννήσου, Σκύρου και Λήμνου. Από τα ορμητήρια των βορείων Σποράδων εκτελούσε πειρατικές επιδρομές σε όλα τα φραγκοκρατούμενα νησιά του Αιγαίου.
Στόχος του τώρα αποτέλεσε το Νεγρεπόντε. Ο Λικάριος δεν ήταν μόνο γενναίος ήταν και αρκετά έξυπνος. Γνωρίζοντας το χαρακτήρα των Λατίνων και την περιφρόνηση που έτρεφαν για τον αντίπαλό τους, καθώς και την τακτική τους να ανοίγουν τις πύλες του κάστρου της Χαλκίδας στην εμφάνιση του εχθρού τους για να τον πολεμήσουν θαρραλέα, εμφανίστηκε μπροστά στα τείχη της πόλης το 1277 μ.Χ..
Ο Δούκας Ιωάννης των Αθηνών, που βρισκόταν εκείνη την περίοδο στη Χαλκίδα, μαζί με τον τριτημόριο Γυβέρτο της Βερόνας, μόλις έμαθαν την είδηση, όρμησαν έξω από τις πύλες να επιτεθούν στο Λικάριο. Οι αντίπαλοι συναντήθηκαν στην περιοχή του σημερινού Βατώντα. Ο Δούκας των Αθηνών τραυματίστηκε και αιχμαλωτίστηκε, ενώ την ίδια μοίρα είχε και ο Γυβέρτος με πολλούς στρατιώτες του.
Το Νεγρεπόντε θα έπεφτε στα χέρια του Λικάριου αν δεν υπήρχε άμεση επέμβαση από τον Ενετό επίτροπο Μοροζίνι Ρόσσο, ο οποίος ζήτησε τη βοήθεια του άρχοντα του Αργους και Ναυπλίου Ιάκωβο ντε λα Ρος, που κατάφερε να φτάσει στη Χαλκίδα μέσα σε 24 ώρες και έσωσε την πόλη. Ο Λικάριος αρκέστηκε στην κατάκτηση του κάστρου των Φύλλων, το γνωστό «Καστέλι».
Στη συνέχεια έφυγε για την Κωνσταντινούπολη, οδηγώντας αιχμάλωτους στον αυτοκράτορα το Γυβέρτο και το Δούκα των Αθηνών. Ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η' τον προήγαγε σε Μεγάλο Κοντόσταυλο.
Ο Λικάριος επιστρέφει θριαμβευτής στην Εύβοια, έχοντας επιλέξει ως μόνιμη κατοικία το ισχυρό φρούριο των Φύλλων, με την κυριαρχία του να απλώνεται σε όλη την Εύβοια, εκτός από τη Χαλκίδα.
Μια τελευταία αναφορά στο όνομά του υπάρχει σε ιστορικές πηγές που τον παρουσιάζουν να κυριεύει τα νησιά Σέριφο και Σίφνο από τους Λατίνους κυριάρχους τους.Ο Λικάριος κατέκτησε και το αξίωμα του Μεγάλου Δούκα, του βυζαντινού ναυάρχου. Το τέλος του είναι άγνωστο, όπως και της γυναίκας του, προστατεύοντας έτσι το θρύλο του γενναιότερου ιππότη.
Οι εικόνες προστεθήκαν από το blog

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...